Τετάρτη 6 Ιουλίου 2022

Σκηνές καθημερινότητας στο Βυζάντιο του 12ου αιώνα

Ο Θεόδωρος Πρόδρομος λόγιος και ποιητής του 12ου αιώνα, άφησε ποιήματα και γραπτά όλων των ειδών. Εγκώμια, σατυρικά, λιβελογραφήματα, μοιρολόγια και άλλα, με πλούτο πληροφοριών για την καθημερινή ζωή της Κωνσταντινούπολης εκείνη την εποχή.

Ο πλούτος των χιλιάδων σελίδων του βρίσκεται στη Βενετία. Από το βιβλίο του Κάρολου Ντηλ «πορτρέτα Βυζαντινών» παίρνω ένα απόσπασμα, που περιγράφει στιγμές καθημερινότητας απλών ανθρώπων τόσο γλαφυρά, που νιώθεις τον παλμό σα να είσαι εκεί. Όλα ζωντανεύουν…

Και κάπως έτσι θα ήθελα να μοιραστώ αυτές τις εικόνες με την ελπίδα να ξαναζωντανέψουν σε ένα δρώμενο Αναβιωτών Βυζαντινών Χρόνων

Γράφει λοιπόν ο Πρόδρομος

Έχω για γείτονα έναν τσαγκάρη έναν ψευτοπαπουτσή. Καλό ανθρωπάκι, καλοφαγάς και γλεντζές. Μόλις βλέπει την αυγούλα να χαράζει λέει: Γιόκα μου άντε να βράσεις το νερό. Να πάρε παιδί μου λεφτά για να ψωνίσεις εντόσθια, πάρε κι άλλα αν αγοράσεις βλάχικο τυρί. Φέρ’τα μου να φάω πριν αρχίσω τη δουλειά. Και μόλις περιδρομιάσει το κρέας και το τυρί κατεβάζει και τέσσερις κούπες κρασί. Πίνει και ρεύεται, ύστερα του βάζουν κι άλλο. Όταν έρθει η ώρα του μεσημεριανού, βγάζει άρον-άρον την ποδιά του, αφήνει κατά μέρος το αβάκιο και το δερμάτινο λουρί, το σουβλί και το κοπίδι και φωνάζει: Γυναίκα στρώσ’ το τραπέζι και φέρε μου πρώτα το βραστό, ύστερα το κοκκινιστό ψάρι, και μετά το γιαχνί. Και πρόσεχε μην πάρει πολύ βράση. Μόλις ετοιμαστεί το τραπέζι ο καλός σου πλένει τα χέρια του και στρογγυλοκάθεται. Όσο για μένα, να με πάρει και να με σηκώσει, όποτε τον βλέπω να κάθεται μπροστά σε αυτά τα καλούδια μου τρέχουν τα σάλια ποτάμι. Και δωσ’ του αυτός να καταβροχθίζει τα φαγητά που του μαγείρεψαν. Εγώ πηγαίνω πέρα-δώθε μετρώντας τους στίχους μου. Εκείνος μπεκρουλιάζει το γλυκόπιοτο κρασί σε μία πελώρια κούπα. Εγώ γυρεύω σπονδείους, πυρρίχιους και άλλα μέτρα. Αλλά τι να τα κάνω τόσα μέτρα όταν με κόβει λόρδα; Καλός τεχνίτης αυτός ο τσαγκάρης! Λέει την προσευχή του και αρχίζει αμέσως να μασουλάει!

( ας πάρουμε και μία γεύση από τους πλανόδιους μικροπωλητές που πλημμυρίζουν με τις φωνές τους δρόμους του Βυζαντίου).

Ο τυρογαλάς με το δοχείο από κολοκύθα στη ράχη του φωνάζει με όλη του τη δύναμη: Ε, γυναίκες, ελάτε να πάρετε τυρόγαλα. Ο πραματευτής με τα υφάσματα και τους μύλους για το πιπέρι διαφημίζει την πραμάτεια του στους δρόμους φωνάζοντας: Κυράδες και εργαζόμενες και νοικοκυρές κοπιάστε να αγοράσετε καλά υφάσματα για τις ταπετσαρίες σας, και μύλους για να αλέθετε το πιπέρι σας. Να κι ο πλανόδιος ράφτης που του φωνάζουν: Ε κυρ μάστορα, έλα από δω να μου φτιάξεις το φόρεμα και θα πληρωθείς για τον κόπο σου. Να κι ο βαστάζος που αγκομαχάει όλη μέρα και το βράδυ τρώει ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί για μία γερή μερίδα ψητό, ενώ η κούπα του είναι ξέχειλη από κρασί. Να και διάλογοι με τη φουρνάρισσα: Καλέ κυρούλα δως μου να φάω μία μπουκιά νόστιμο άσπρο ψωμί και ας μην είμαι ο άντρας σου...

Πολεμική σιέστα

Και συνεχίζει η πριγκίπισσα-ιστορικός την αφήγηση. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος απέκρουσε μεν το δόρυ κι έκοψε το χέρι του εχθρού... Αλλά         ...