Ένας εκ των Τούρκων (μισθοφόροι του Αλεξίου), πηδήσας κάτω εκ του ίππου του, ανερρίχθη ωσάν λεοπάρδαλις επάνω εις τον ίππον του Βρυεννίου, εκόλλησεν εις την μέση του και προσεπάθει να σκαρφαλώσει επάνω εις την ράχην. Ο δε Βρυέννιος ωσάν θηρίον στρεφόμενος πέριξ του, ήθελε να τον πληγώσει με το ξίφος του. Αλλά τα πράγματα δεν εγίνοντο όπως ήθελε αυτός, διότι ο Τούρκος ελυγίζετο διαρκώς και εξέφευγε τα χτυπήματα.
Επειδή το χέρι του εκουράσθη να κινείται και να χτυπά εις το κενόν, άφηκε τον εαυτόν του να παραδοθεί εις ολόκληρον το πλήθος των εχθρών.
Αυτοί δε τον έπιασαν και τον έφεραν εις τον Αλέξιον Κομνηνόν. Ο Βρυέννιος ήτο ένα θέαμα φοβερόν και ως πολεμιστής και ως αιχμάλωτος. Ο δε Κομνηνός δεν ήτο τοιούτος ώστε να εξακολουθεί να είναι σκληρός έναντι εκείνων που εστάθησαν αντίπαλοί του, αλλ’ εθεώρει ικανοποιητικήν δι’ εαυτόν τιμωρίαν την αιχμαλωσία του εχθρού.
Μετά την αιχμαλωσίαν διέτρεξαν αρκετόν διάστημα μαζί. Σε μια τοποθεσία ΄Αλέξιος θελήσας να κάμη τον Βρυέννιον να αναθαρρήση εκ της λύπης του με καλάς ελπίδας, είπε προς αυτόν:
«Ας καταβούμεν από τα άλογα και ας καθήσωμεν δια να ξεκουρασθώμεν ολίγον»
Αλλ’ εκείνος φοβούμενος ότι κινδυνεύει η ζωήν του, εφαίνετο ωσάν φρενοβλαβής και κάθε άλλο βέβαια παρά ανάγκη αναπαύασεως είχε. Αλλ’ όμως ευθύς υπέκυψεν εις το θέλημα του στρατηγού.
Αφιππεύσαντες λοιπόν, ο μεν Αλέξιος αμέσως εστρώνετο εις τα χλοερά χόρτα, ως να ήτο απαλή κλίνη, ο δε Βρυέννιος με την κεφαλήν του εστηριγμένην εις το ρίζωμα πυκνόφουντης βελανιδιάς.
Ο Αλέξιος εκοιμήθη, τον Βρυέννιον όμως δεν τον έπιανε ύπνος. Αλλά καθώς εσήκωσε το βλέμμα του είδε το ξίφος του Αλεξίου να κρέμεται από τα κλαδιά του δένδρου.
Επειδή δεν έβλεπε πουθενά κανέναν παρόντα, αναθαρρήσας εκ της συντριβής του αρχίζει να σκέπταται ανδρικώτερον και αποφασίει να φονεύση τον Αλέξιον.
Και ίσως η σκέψις να μετεβάλλετο εις έργον, εάν δεν τον παρημπόδιζε κάποια θεία δύναμις εξ’ουρανού, η οποία μαλάκωσε την αγριότητα της ψυχής του και τον προδιέθεσε να ατενίζη με συμπάθεια προς τον στρατηγόν